- στρατεύεται
- στρατεύωadvance with an armypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
воиньствовати — ВОИНЬСТВ|ОВАТИ (37), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Воевать: ноужа и нашимъ [мнихам] въ мѩтежи ||=быти. и молвѣ ибо аще и намъ съ тѣми воинествовати бы посѣченомъ ѡнѣмъ. или бѣгати всюдоу и заблужати. (στρατεύεσϑαι) ПНЧ 1296, 98 об. 99; Ст҃ыи мч҃къ оуаръ бѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek